ἐλαιοειδής

From LSJ
Revision as of 06:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλαιοειδής Medium diacritics: ἐλαιοειδής Low diacritics: ελαιοειδής Capitals: ΕΛΑΙΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: elaioeidḗs Transliteration B: elaioeidēs Transliteration C: elaioeidis Beta Code: e)laioeidh/s

English (LSJ)

ές, = ἐλαιώδης, Aret.SA2.6; ἴχωρ Aët.13.23.

German (Pape)

[Seite 788] ές, olivenartig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαιοειδής: -ές, = ἐλαιώδης, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 6.

Spanish (DGE)

-ές
parecido al aceite por su aspecto o consistencia τὰ δὲ ἐμεύμενα ... ἐλαιοειδέα Aret.SA 2.6.5, ἰχώρ Aët.13.23.

Greek Monolingual

-ές (Α ἐλαιοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με λάδι ή με ελιά (το δέντρο ή τον καρπό)
νεοελλ.
βοτ. τα ελαιοειδή
οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών.