ἐπίρριμμα

From LSJ
Revision as of 16:20, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2")

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίρριμμα Medium diacritics: ἐπίρριμμα Low diacritics: επίρριμμα Capitals: ΕΠΙΡΡΙΜΜΑ
Transliteration A: epírrimma Transliteration B: epirrimma Transliteration C: epirrimma Beta Code: e)pi/rrimma

English (LSJ)

ατος, τό, A winding-sheet, dub. in Lyd.Mag.3.60. b. slave's outer garment, dub. cj. in Poll.4.119 (v. ἐπίρραμμα). 2. (ἐπιρρίπτω 1.2) poultice, Alex.Trall.8.2 (ἐπιρρίματα codd.), Febr.2 (ἐπιρρήματος codd.).

Greek Monolingual

ἐπίρριμμα, τὸ (Α) επιρρίπτω
1. αυτό που ρίχνεται πάνω σε κάτι για να το καλύψει
2. κατάπλασμα
3. το εξωτερικό ένδυμα δούλου (αμφίβολη ερμην.
διαφορετική γραφή: ἐπίρραμμα).