ἔνογκος
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
ον, A swollen, φλέβες Steph. in Hp.1.206D. II possessing bulk, corporeal, Porph.Sent.27; τὸ ἔ. καὶ διαστατόν Iamb.Comm. Math.8.
Spanish (DGE)
-ον
1 que tiene volumen o masa subst. τῷ ἀσωμάτῳ τὸ ἔ. ἀνεπιπρόσθητον el volumen no es obstáculo para lo incorpóreo Porph.Sent.27, cf. 23, Iambl.Comm.Math.8.
2 medic. hinchado αἱ φλέβες Steph.in Hp.Progn.252.12.
German (Pape)
[Seite 848] anschwellend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνογκος: -ον, ἐπὶ κοιλίας, ἐξωγκωμένη, Ἱππιατρ. σ. 54. 23.
Greek Monolingual
ἔνογκος, -ον (AM) όγκος
1. εξογκωμένος, διογκωμένος
2. ογκώδης, σωματώδης.