ἡμιπλίνθιον
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
τό, (πλίνθος) half-plinth, brick (two of which formed a plinth), ἡμιπλίνθια χρυσοῦ ingots of gold, Hdt.1.50, cf. IG12.314.82:—also ἡμί-πλινθος, ὁ, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1169] τό, Halbziegel, Her. 1, 50; Themist. or. 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιπλίνθιον: τό, (πλίνθος) ἡμίσεια πλίνθος, «τοῦβλον» (ὧν δύο ἀπετέλουν μίαν πλίνθον), Λατ. semilaterium, ἡμιπλίνθια χρυσοῦ, ἐλάσματα παχέα ἀκατεργάστου χρυσοῦ, Ἡρόδ. 1. 50.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
demi-brique.
Étymologie: ἡμι-, πλίνθος.
Greek Monolingual
ἡμιπλίνθιον, τὸ και ἡμίπλινθος, ἡ (Α) ημίπλινθος
μισή πλίνθος, μισό τούβλο.
Greek Monotonic
ἡμιπλίνθιον: τό (πλίνθος), μισή πλίνθος, το ένα τούβλο δύο από τα οποία σχημάτιζαν μία πλίνθο, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἡμιπλίνθιον: τό полукирпич (прямоугольная плитка размером 1 х 2) Her.
Middle Liddell
ἡμι-πλίνθιον, ου, τό, πλίνθος
a half-plinth, a brick (two of which formed a plinth), Hdt.