ἡμιμαθής

From LSJ
Revision as of 16:14, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιμᾰθής Medium diacritics: ἡμιμαθής Low diacritics: ημιμαθής Capitals: ΗΜΙΜΑΘΗΣ
Transliteration A: hēmimathḗs Transliteration B: hēmimathēs Transliteration C: imimathis Beta Code: h(mimaqh/s

English (LSJ)

ές, A half-learned, Philostr. VS2.5.4, Poll.6.160.

German (Pape)

[Seite 1168] ές, halbgelehrt, Philostr. v. soph. 2, 5, 4; Poll. 6, 160.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιμᾰθής: -ές, κατὰ τὸ ἥμισυ πεπαιδευμένος, «μισογραμματισμένος», Φιλόστρ. 575, Πολυδ. Ϛ΄, 160.

Greek Monolingual

-ές (Α ἡμιμαθής, -ές)
αυτός που έχει ανεπαρκείς ή συγκεχυμένες γνώσεις, αυτός που γνωρίζει ατελώς, ελλιπώς, μια επιστήμη ή μια τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -μαθής (< μανθάνω, πρβλ. αόρ. β' έ-μαθ-ον), πρβλ. α-μαθής πολυ-μαθής].