ὑπερπληθής

From LSJ
Revision as of 17:30, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")

Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt

Menander, Monostichoi, 116
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερπληθής Medium diacritics: ὑπερπληθής Low diacritics: υπερπληθής Capitals: ΥΠΕΡΠΛΗΘΗΣ
Transliteration A: hyperplēthḗs Transliteration B: hyperplēthēs Transliteration C: yperplithis Beta Code: u(perplhqh/s

English (LSJ)

ές, A superabundant, Nicoch.11; ὑπερπληθῆ ἐξημαρτηκώς having done more than enough misdeeds, v.l. for παμπληθῆ in D.26.7.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερπληθής: -ές, ἀφθονώτατος, πολυπληθέστατος, τριχίας δὲ καὶ τὰς πρημνάδας τὰς θυννίδας ἐπὶ δεῖπνον ἡκούσας ὑπερπληθεῖς Νικοχάρης ἐν «Λημνίοις» 1· ὑπερπληθῆ ἐξημαρτηκώς, πράξας πλημμελήματα ἢ κακὰ ἀναρίθμητα, Δημ. 802. 25. - (Τὰ Ἀντίγραφ. ποικίλλουσι μεταξὺ τῆς διαφ. γραφ. ὑπερπλήθης καὶ ὑπερπληθής).

Greek Monolingual

-ές / ὑπερπληθής, -ές, ΝΜΑ
υπέρμετρα πολυπληθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -πληθής (< πλῆθος), πρβλ. ἐμ-πληθής].

Greek Monotonic

ὑπερπληθής: -ές, άφθονος, πολυπληθής, ὑπερπλήθη ἐξημαρτηκώς, έχοντας κάνει περισσότερα από αρκετά παραπτώματα, σε Δημ.