ὑψόσε

From LSJ
Revision as of 11:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit

Menander, Monostichoi, 433
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψόσε Medium diacritics: ὑψόσε Low diacritics: υψόσε Capitals: ΥΨΟΣΕ
Transliteration A: hypsóse Transliteration B: hypsose Transliteration C: ypsose Beta Code: u(yo/se

English (LSJ)

Adv. of motion, aloft, on high, ὑψόσ' ἀείρας Il.10.465, Od. 9.240; ὑψόσ' ἀνέσχεθε χειρί Il.10.461; ὑ. δ' αὐγὴ γίγνεται ἀΐσσουσα 18.211; τοῦ δ' ὑ. γούνατ' ἐπήδα 21.302, cf. 324; ὑ. δ' ἄχνη σκίδναται 11.307, cf. Od.12.238; κίονες ὑ. ἔχοντες high reaching, 19.38. The two editions by Aristarchus gave ὑψόσε and ὑψοῦ respectively in Il. 10.465, 505, cf. Od.12.249.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψόσε: Ἐπίρρ. κινήσεως εἰς τόπον, πρὸς τὰ ὕψη, πρὸς τὰ ἄνω, ὑψηλά, ἀείρειν, ἀνασχεῖν Ἰλ. Κ. 461, 465, Ὀδ. Ι. 240, κ. ἀλλ.· ἀΐσσειν, πηδᾶν, θύειν Ἰλ. Σ. 211., Φ. 302, 324· σκίδνασθαι, πίπτειν Λ. 307, Ὀδ. Μ. 238· ὑψ. ἔχοντες, εἰς ὕψος ἐκτεινόμενοι, φθάνοντες, Τ. 38. Εἶνε πολλάκις ἀμφίβολον ἂν ἡ ἀληθὴς γραφὴ εἶνε ὑψόσεὑψοῦ, ἴδε La Roche Text-kr. σ. 372.

French (Bailly abrégé)

adv.
en haut.
Étymologie: ὕψος, -σε.

English (Autenrieth)

upward, aloft.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. προς τα πάνω, ψηλά («καὶ τά γ' Ἀθηναίη ληΐτιδι δῑος Ὀδυσσεὺς ὑψόσ' ἀνέσχεσθε χειρί», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + επιρρμ. κατάλ. -ό-σε (πρβλ. ἀγχ-ό-σε, τηλ-ό-σε)].

Greek Monotonic

ὑψόσε: επίρρ. κίνησης, προς τα ύψη, προς τα πάνω, ψηλά, σε Όμηρ.· ὑψόσ' ἔχοντες, αυτοί που εκτείνονται σε ύψος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ὑψόσε: adv. ввысь, вверх (ἀείρειν, πηδᾶν Hom.): κίονες ὑ. ἔχοντες Hom. уходящие ввысь колонны.

Middle Liddell

[adverb of motion
aloft, on high, up high, Hom.; ὑψόσ' ἔχοντες high reaching, Il.