ὑφημιόλιος

From LSJ
Revision as of 10:02, 23 November 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " 2/3" to " ⅔")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφημιόλιος Medium diacritics: ὑφημιόλιος Low diacritics: υφημιόλιος Capitals: ΥΦΗΜΙΟΛΙΟΣ
Transliteration A: hyphēmiólios Transliteration B: hyphēmiolios Transliteration C: yfimiolios Beta Code: u(fhmio/lios

English (LSJ)

ον, of a number, A standing to another number in the ratio of 1 to 1 1/2, i. e. 2/3, the reciprocal of ἡμιόλιος (3/2), Arist.Metaph. 1021a1, Nicom.Ar.1.19.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφημιόλιος: -ον, ἐπὶ δύο ἀριθμῶν ὃν ὁ πρὸς ἀλλήλους λόγος εἶναι ὡς 1 πρὸς 1½, ἤτοι ⅔, τὸ ἀντίστροφον τοῦ ἡμιόλιος (3/2), ἴδε Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 3, Νικομ. Ἀριθμ. 1. 19, καὶ πρβλ. ὑπεπιμόριος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για δύο αριθμούς) αυτός που σε σχέση με τον άλλο έχει λόγο 1 πρός 1 1/2, δηλ. ⅔.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἡμιόλιος «αυτός που αποτελείται από ένα όλο και το μισό του επί πλέον»].

Russian (Dvoretsky)

ὑφημιόλιος: мат. обратный полуторному (т. е. в отношении 2 к
3) Arst.