ὥτε
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
Dor. for A ὥστε A.1, Pi.N.6.28, 7.62, I.4(3).18(36), O.10(11).86, P.10.54, Alcm.23.41, B.16.105, Corinn.Supp.2.65, Lyr.Adesp.ap. A.D.Pron.48.28. (For the accent, cf. Wackernagel Beitr.z.Lehre vom Gr.Akzent p.20; ὧτε· σὺν τῷ ῑ, ἀντὶ τοῦ ὡσειτε, Choerob. in An.Ox.2.281; this spelling (ᾥτε, ὥιτε) is found in Alcm. and cod. A of A. D. l. c., Corinn. l. c.)
English (Slater)
ὥτε (Schr.: ὧτε Boeckh: v. ὥστε b.)
1 just as introducing similes ἀλλ' ὥτε παῖς ἐξ ἀλόχου πατρὶ ποθεινὸς (Boeckh: ὥστε codd.) (O. 10.86) ὥτε φοινικανθέμου ἦρος ἀκμᾷ (Bergk: ὥστε unus cod. om. rell.) (P. 4.64) ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον (ὥστε v. l.) (P. 10.54) ἔλπομαι μέγα εἰπὼν σκοποῦ ἄντα τυχεῖν ὥτ' ἀπὸ τόξου ἱείς (ᾧτ, ὥτ codd.: ὧτ Tricl.: ]ωσταπο[ Π.) (N. 6.28) ὕδατος ὥτε ῥοὰς φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω (Schr.: ὧτε codd.) (N. 7.62) ἄκονθ' ὥτε χαλκοπάρᾳον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν (Boeckh: ὡσείτε codd.: ὥστε Tricl.) (N. 7.71) ἐπεὶ τετραόροισιν ὥθ' ἁρμάτων ζυγοῖς ἐν τεμέ- νεσσι δόμον ἔχει τεοῖς (ὥσθ, ὧθ codd.) (N. 7.93) ἐναργέα τ' ἔμ ὥτε μάντιν οὐ λανθάνει (van Groningen: νεμέω, νέμεα, τεμεῷ τε codd. Dion. Hal.) fr. 75. 13. νῦν δ' αὖ μετὰ χειμέριον ποικίλα μηνῶν ζόφον χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοις (ἅτε, ὧτε codd.) (I. 4.18)