τρίκροτος

From LSJ
Revision as of 10:42, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίκροτος Medium diacritics: τρίκροτος Low diacritics: τρίκροτος Capitals: ΤΡΙΚΡΟΤΟΣ
Transliteration A: tríkrotos Transliteration B: trikrotos Transliteration C: trikrotos Beta Code: tri/krotos

English (LSJ)

ον, rowed with triple stroke, of a trireme, Aristid.Or.25(43).4; sc. ναῦς, Sch.Ael.Tact.p.234K.-R.: cf. δίκροτος, μονόκροτος.

Greek (Liddell-Scott)

τρίκροτος: -ον, ὁ διὰ τριπλοῦ κτυπήματος τῶν κωπῶν κωπηλατούμενος, ἐπὶ τριήρους ἐχούσης τρεῖς στοίχους κωπῶν ἑκατέρωθεν, Ἀριστείδ. 1. 539· πρβλ. δίκροτος, μονόκροτος.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίκροτος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το τρίκροτο
παλαιό πολεμικό ιστιοφόρο πλοίο με τρία επάλληλα πυροβολεία
2. φρ. «τρίκροτος σφυγμός» — δίκροτος σφυγμός που ακολοθείται από εκτακτοσυστολή, έτσι ώστε στο σφυγμογράφημα να εμφανίζονται δύο επάρματα στο κατιόν σκέλος της καμπύλης του σφυγμού
μσν.-αρχ.
(για πολεμικό πλοίο) αυτός που κωπηλατείται με τριπλό χτύπημα τών κουπιών, αυτός που έχει και από τις δύο πλευρές τρεις σειρές κουπιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + κρότος (πρβλ. δί -κροτος)].