ἐμετικός

Revision as of 14:19, 17 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ή, όν, A emetic, provoking sickness, ib.36. Adv. ἐμετικῶς, σπαραττόμενος Gal.13.155. II inclined to vomit, Hp.Acut.67; of certain animals, Arist.HA632b11. 2 one who uses emetics, like the Roman gourmands, Plu. Pomp.51. b ἐμετικὴν (sc. δίαιταν) agebat, he was taking a course of emetics, Cic.Att.13.52.1.

German (Pape)

[Seite 807] 1) Brechen erregend, z. B. φάρμακον Arist. probl. 3, 19. – 2) Einer, der oft sich erbricht, der wie die röm. Schwelger oft ein Brechmittel nimmt, um wieder schmausen zu können, Schwelger, Plut. Pomp. 51.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμετικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιφέρων ἔμεσιν, ἐμετικὸν φάρμακον Ἀριστ. Προβλ. 3. 18. ΙΙ. ὁ ἔχων τάσιν πρὸς ἔμετον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395· περί τινων ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 50, 12. 2) ὁ μεταχειριζόμενος ἐμετικά, ὡς οἱ Ρωμαῖοι γαστρίμαργοι, Πλουτ. Πομπ. 51, Ἠθ. 204C· πρβλ. τὸ Λατ. emeticam facere, Κικ. Fam. 8. 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui a l’habitude de se faire vomir.
Étymologie: ἔμετος.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I medic.
1 de pers. y anim. que tiene vómitos οὐδὲ ... χρὴ λούειν ... ἐμετικούς Hp.Acut.67, cf. Gal.6.597, τὰ δ' εὐρυστήθη (ζῷα) ἐμετικὰ μᾶλλον los animales de pecho ancho son más bien propensos a los vómitos Arist.HA 632b11
subst. οἱ ἐμετικοί los propensos a tener vómitos (οἶνοι) ἄθετοι δὲ τοῖς ἐμετικοῖς (vinos) inadecuados para quienes suelen tener vómitos Dsc.5.6.5
que se provoca vómitos, que usa eméticos Plu.Pomp.51, Ath.616c.
2 de medicamentos y tratamientos emético, vomitivo φάρμακον Hp.Loc.Hom.42, del vino mezclado con agua, Arist.Pr.873b36, ἡ δὲ τῆς θαψίας (ῥίζα) Thphr.HP 9.20.3, cf. Dsc.2.173.3, Gal.6.741, Orib.8.6.18, Steph.in Hp.Aph.1.58.7, ἐμετικὴν (δίαιταν) agebat, llevaba una dieta emética Cic.Att.353.1, δύναμις ... ἐμετική Gal.11.380, βοήθημα Steph.in Hp.Aph.1.126.32
subst. τὸ ἐμετικόν emético, fármaco para provocar el vómito Didymus en Aët.9.42.
II adv. -ῶς por vómitos ἐπιτήδειον ... τοῖς σπαραττομένοις ἐ. Gal.13.155.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐμετικός, -ή, -όν)
αυτός που προκαλεί εμετό («εμετικό φάρμακο»)
νεοελλ.
1. αηδιαστικός
2. το ουδ. ως ουσ. το εμετικό
φάρμακο που φέρνει εμετό
αρχ.
1. αυτός που έχει την τάση για έμετο
2. αυτός που παίρνει φάρμακο για έμετο (όπως οι Ρωμαίοι γαστρίμαργοι)
3. (για δίαιτα) αυτή κατά την οποία γίνεται χρήση εμετικού.

Greek Monotonic

ἐμετικός: -ή, -όν, αυτός που προκαλεί εμετό, εμετοκαθαρτικός, λέγεται στους Ρωμαίους, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐμετικός:
1) вызывающий рвоту, рвотный (φάρμακον Arst.);
2) подверженный частой рвоте (ζῷα Arst.; γυνή Plut.).
II ὁ гурман, обжора (искусственно вызываемой рвотой опоражнивающий себе желудок для новых пиршеств) (ἐ. ἐκ πεινατικοῦ γενόμενος Plut.).

Middle Liddell

ἐμετικός, ή, όν
one who uses emetics, like the Roman gourmands, Plut. [from ἔμετος