πλακουντᾶς
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
ᾶ, ὁ, = πλακουντάριος (maker of cakes, pastry-cook, pastry chef), POxy. 1495.7 (iv AD).
Greek Monolingual
-ᾱ, ὁ, Α
πλακουντάριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλακοῦς, -οῦντος + κατάλ. -ᾶς (πρβλ. μαχαιράς)].