μελίστακτος

From LSJ
Revision as of 15:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελίστακτος Medium diacritics: μελίστακτος Low diacritics: μελίστακτος Capitals: ΜΕΛΙΣΤΑΚΤΟΣ
Transliteration A: melístaktos Transliteration B: melistaktos Transliteration C: melistaktos Beta Code: meli/staktos

English (LSJ)

ον, = μελισταγής (dropping honey, sweet as dropped honey) 2, Μοῦσαι AP 4.1.33 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 124] dasselbe, Μοῦσαι, Mel. 1, 31 (IV, 1).

Greek Monolingual

μελίστακτος, -ον (Μ)
μελισταγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + στακτός (< στάζω), πρβλ. πυρό-στακτος].

Greek Monotonic

μελίστακτος: -ον, το προηγ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μελίστακτος: Anth. = μελισταγής.

Middle Liddell

μελί-στακτος, ον = μελιστᾰγής, Anth.]