κεγχριδίας
From LSJ
τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
Full diacritics: κεγχριδίας | Medium diacritics: κεγχριδίας | Low diacritics: κεγχριδίας | Capitals: ΚΕΓΧΡΙΔΙΑΣ |
Transliteration A: kenchridías | Transliteration B: kenchridias | Transliteration C: kenchridias | Beta Code: kegxridi/as |
v. κεγχρίας.
[Seite 1410] ὁ, = Vorigem b, Diosc.
κεγχριδίας, ὁ (Α)
ο κεγχρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προϊόν συμφυρμού τών κεγχρίς, -ίδος + κεγχρίας.