σπεῖος
From LSJ
Ζήτει σεαυτῷ σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaerere tuarum rerum auxilium memineris → für deine Pflichten suche einen Partner dir
English (LSJ)
v. σπέος.
German (Pape)
[Seite 918] τό, ep. statt σπέος; Od. 5, 194; h. Ven. 264; nach Hesych. auch σπεῖον
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
épq. c. σπέος.
Greek (Liddell-Scott)
σπεῖος: τό, Ἐπικ. ἀντὶ σπέος.
English (Autenrieth)
gen. σπείους, dat. σπῆι, pl. dat. σπέσσι and σπήεσσι: cave, cavern, grotto; pl., of one with many parts, Od. 16.232.
see σπέος.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. σπέος.
Greek Monotonic
σπεῖος: τό, Επικ. αντί σπέος.
Russian (Dvoretsky)
σπεῖος: εος τό эп. = σπέος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπεῖος -εος, contr. -ους, τό, zie σπέος.