Σάμιος

From LSJ
Revision as of 08:34, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σάμιος Medium diacritics: Σάμιος Low diacritics: Σάμιος Capitals: ΣΑΜΙΟΣ
Transliteration A: Sámios Transliteration B: Samios Transliteration C: Samios Beta Code: *sa/mios

English (LSJ)

α, ον, from Σάμος.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Samos ; ὁ Σάμιος habitant de Samos, Samien ; ἡ Σαμία (γῆ) territoire de Samos.
Étymologie: Σάμος.

Greek Monolingual

-α, -ο / Σάμιος, -ία, -ον, ΝΜΑ Σάμος
1. ο κάτοικος της Σάμου ή αυτός που προέρχεται από την Σάμο
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Σάμο, σαμιακός
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ Σαμία
(ενν. γῆ) η νήσος Σάμος
2. το αρσ. ως ουσ.Σάμιος
προσωνυμία του Ποσειδώνος σε πόλη της Τριφιλίας
3. φρ. «Σάμιος ἀστήρ» — είδος αργίλου με θεραπευτικές ιδιότητες.

Russian (Dvoretsky)

Σάμιος: (ᾰ) самосский Her., Thuc., Xen.
IIуроженец или житель Самоса Her. etc.
IIIСамий (спартанский наварх) Xen.