ἁνία
From LSJ
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
English (LSJ)
French (Bailly abrégé)
dor. c. ἡνία.
English (Slater)
ἁνῐα (ἡ) pl.,
1 reins ἀκηράτοις ἁνίαις (P. 5.32) χεῖρα · τὰν Νικόμαχος κατὰ καιρὸν νεῖμ' ἁπάσαις ἁνίαις with full rein (I. 2.22)
ἁνῐα (τά) reins “ἁνία τ' ἀντ ἐρετμῶν δίφρους τε νωμάσοισιν” (P. 4.18) ἁνία τ' ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ ἐθέλω ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ (I. 1.15)
Spanish (DGE)
v. ἡνία.
Greek Monotonic
ἁνία: Δωρ. αντί ἡνία.
Russian (Dvoretsky)
ἁνία: (ᾱν) ἡ дор. = ἡνία.