κυμινοθήκη
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
English (LSJ)
ἡ, = κυμινοδόκον.
Greek Monolingual
κυμινοθήκη, ἡ (Α)
κυμινοδόχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + θήκη.
German (Pape)
[ῑ], ἡ, = κυμινοδόχη, Poll. 10.93.