λεγιονάριος
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
legionary, Lat. legionarius; v. sub λεγεών.
Greek Monolingual
λεγεωνάριος, ο (Α επιγρ. λεγιονάριος και ληγιωνάριος)
ο μάχιμος οπλίτης της λεγεώνας
νεοελλ.
στον πληθ. οι λεγεωνάριοι
α) Αμερικανοί απόμαχοι του Α' Παγκόσμιου πολέμου που οργανώθηκαν σε τοπικούς συλλόγους για να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους
β) τα μέλη της γαλλικής Λεγεώνας τών Ξένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. legionarius < λατ. legio «λεγεώνα»].