λεγιονάριος

From LSJ
Revision as of 20:41, 21 October 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεγιονάριος Medium diacritics: λεγιονάριος Low diacritics: λεγιονάριος Capitals: ΛΕΓΙΟΝΑΡΙΟΣ
Transliteration A: legionários Transliteration B: legionarios Transliteration C: legionarios Beta Code: legiona/rios

English (LSJ)

legionary, Lat. legionarius; v. sub λεγεών.

Greek Monolingual

λεγεωνάριος, ο (Α επιγρ. λεγιονάριος και ληγιωνάριος)
ο μάχιμος οπλίτης της λεγεώνας
νεοελλ.
στον πληθ. οι λεγεωνάριοι
α) Αμερικανοί απόμαχοι του Α' Παγκόσμιου πολέμου που οργανώθηκαν σε τοπικούς συλλόγους για να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους
β) τα μέλη της γαλλικής Λεγεώνας τών Ξένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. legionarius < λατ. legio «λεγεώνα»].