Χαλκιδικός
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
English (LSJ)
ή, όν
1of Chalcis or from Chalcis (in Euboea or Thrace), Alc. 15, Hdt. 7.185, Ar. Eq. 237. χαλκιδική, ἡ, = χαλκίς II, Dorio ap. Ath. 7.328d. σαύρα χαλκιδική = χαλκίς III, σήψ II. 2, Dsc. 2.65, Philum. Ven. 34. εἶδος ἀλεκτρυόνος, Hsch.
2 chalcidicum, = fori deambulatorium, Gloss.
3 Χαλκιδική, ἡ, Chalcidice, Chalkidiki, Chalkidike, Halkidiki.
Greek (Liddell-Scott)
Χαλκῐδικός: -ή, -όν, ὁ ἐκ τῆς Χαλκίδος (τῆς ἐν Εὐβοίᾳ ἢ τῆς ἐπὶ Θρᾴκῃ), Ἡρόδ. 7. 185· τουτὶ τί δρᾷ τὸ Χαλκιδικὸν ποτήριον; Ἀριστοφ. Ἱππ. 237· ― ἐκ τοῦ προϊόντος τῶν μεταλλείων τῆς ἐν Εὐβοίᾳ Χαλκίδος κατεσκευάζοντο σκεύη καὶ ὅπλα, Böckh. C. Ι. 1. σ. 191. ΙΙ. χαλκιδική. ἡ, = χαλκὶς ΙΙ, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 328D. 2) = χαλκὶς ΙΙΙ, σὴψ ΙΙ. 2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Chalcis, de la Chalcidique;
ἡ Χαλκιδική (χώρα) le territoire de Chalcis ou de Chalcidique.
Étymologie: Χαλκιδεύς.
Greek Monotonic
Χαλκῐδικός: -ή, -όν, αυτός που προέρχεται από τη Χαλκίδα, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
Χαλκιδικός: халкидский Her., Thuc., Arph.
Middle Liddell
Χαλκῐδικός, ή, όν
of or from Chalcis, Hdt., Ar.