Χαλκιδικός

From LSJ
Revision as of 18:40, 1 June 2022 by Spiros (talk | contribs)

μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Χᾰλκῐδῐκός Medium diacritics: Χαλκιδικός Low diacritics: Χαλκιδικός Capitals: ΧΑΛΚΙΔΙΚΟΣ
Transliteration A: Chalkidikós Transliteration B: Chalkidikos Transliteration C: Chalkidikos Beta Code: *xalkidiko/s

English (LSJ)

ή, όν
1of Chalcis or from Chalcis (in Euboea or Thrace), Alc. 15, Hdt. 7.185, Ar. Eq. 237. χαλκιδική, ἡ, = χαλκίς II, Dorio ap. Ath. 7.328d. σαύρα χαλκιδική = χαλκίς III, σήψ II. 2, Dsc. 2.65, Philum. Ven. 34. εἶδος ἀλεκτρυόνος, Hsch.
2 chalcidicum, = fori deambulatorium, Gloss.
3 Χαλκιδική, ἡ, Chalcidice, Chalkidiki, Chalkidike, Halkidiki.

Greek (Liddell-Scott)

Χαλκῐδικός: -ή, -όν, ὁ ἐκ τῆς Χαλκίδος (τῆς ἐν Εὐβοίᾳ ἢ τῆς ἐπὶ Θρᾴκῃ), Ἡρόδ. 7. 185· τουτὶ τί δρᾷ τὸ Χαλκιδικὸν ποτήριον; Ἀριστοφ. Ἱππ. 237· ― ἐκ τοῦ προϊόντος τῶν μεταλλείων τῆς ἐν Εὐβοίᾳ Χαλκίδος κατεσκευάζοντο σκεύη καὶ ὅπλα, Böckh. C. Ι. 1. σ. 191. ΙΙ. χαλκιδική. ἡ, = χαλκὶς ΙΙ, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 328D. 2) = χαλκὶς ΙΙΙ, σὴψ ΙΙ. 2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Chalcis, de la Chalcidique;
Χαλκιδική (χώρα) le territoire de Chalcis ou de Chalcidique.
Étymologie: Χαλκιδεύς.

Greek Monotonic

Χαλκῐδικός: -ή, -όν, αυτός που προέρχεται από τη Χαλκίδα, σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

Χαλκιδικός: халкидский Her., Thuc., Arph.

Middle Liddell

Χαλκῐδικός, ή, όν
of or from Chalcis, Hdt., Ar.