κορυβαντικός

From LSJ
Revision as of 13:07, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορυβαντικός Medium diacritics: κορυβαντικός Low diacritics: κορυβαντικός Capitals: ΚΟΡΥΒΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: korybantikós Transliteration B: korybantikos Transliteration C: koryvantikos Beta Code: korubantiko/s

English (LSJ)

ή, όν, Corybantic, σκιρτήματα Plu. 2.759b, cf. Porph. Abst. 2.21; οἱ τὰ Κ. τελούμενοι DH. Dem. 22.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Corybante.
Étymologie: Κορύβαντες.

Greek Monolingual

κορυβαντικός, -ή, -όν (Α) Κορύβας
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κορύβαντες («κορυβαντικὰ ἱερά», Σχόλ. Αριστοφ.).
επίρρ...
κορυβαντικῶς
κατά τον τρόπο τών Κορυβάντων.

Russian (Dvoretsky)

κορῠβαντικός: корибантский (σκιρτήματα Plut.).