οἰστρόδονος
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
English (LSJ)
ον, = οἰστροδόνητος, A. Supp. 16 (anap).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. οἰστροδόνητος.
Étymologie: οἶστρος, δονέω.
Greek (Liddell-Scott)
οἰστρόδονος: ἴδε οἰστροδίνητος.
Russian (Dvoretsky)
οἰστρόδονος: Aesch. = οἰστροδόνητος.