ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
Full diacritics: λιγύπνους | Medium diacritics: λιγύπνους | Low diacritics: λιγύπνους | Capitals: ΛΙΓΥΠΝΟΥΣ |
Transliteration A: ligýpnous | Transliteration B: ligypnous | Transliteration C: ligypnous | Beta Code: ligu/pnous |
-ουν, contr. for λιγύπνοος.
λιγύπνοιος και λιγύπνοος, -οον και λιγύπνους, -ουν (Α)
(για άνεμο) αυτός που πνέει με διαπεραστικό ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + -πνοιος / -πνους (< πνοιά / πνοή), πρβλ. δίπνοιος / θεόπνους].