ἕαται
From LSJ
Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab
English (LSJ)
Ionic 3 pl. pres. of ἧμαι.
Spanish (DGE)
v. ἧμαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἕᾰται: ἕατο, Ἰων. γ΄ πληθ. ἐνεστ. καὶ παρατ. τοῦ ἧμαι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. prés. ion. de ἧμαι.
English (Autenrieth)
see ἧμαι.
Greek Monotonic
ἕᾰται: ἕατο, Ιων. αντί ἧνται, ἧντο, γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. του ἧμαι.