προσχώρησις

Revision as of 11:55, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

English (LSJ)

εως, ἡ, A approach, v.l. for προχ- in Pl.Ti.40c (pl.). II surrendering, joining, Men.Prot.p.102D.

German (Pape)

[Seite 789] ἡ, das Hinzu- od. Hinantreten, Plat. Tim. 40 d, v.l. προχώρησις, u. Folgde. ἡ, das Hinzu- od. Hinantreten, Plat. Tim. 40 d, v.l. προχώρησις, u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

προσχώρησις: ἡ, τὸ προσχωρεῖν, πλησιάζειν, Πλάτ. Τίμ. 40C, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8. ΙΙ. παράδοσις, ὑποχώρησις, Βυζ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d’aller vers, approche.
Étymologie: προσχωρέω.

Greek Monotonic

προσχώρησις: ἡ, πορεία προς κάπου, προσέγγιση, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

προσχώρησις: εως ἡ подход, приближение (Plat. - v.l. προχώρησις).

Middle Liddell

προσχώρησις, εως, [from προσχωρέω
a going towards, approach, Xen.