λαθροφάγος
From LSJ
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
English (LSJ)
ον, eating secretly, Hsch. s.v. ζοπαδασπίδας, ζοφοδερκίας.
German (Pape)
[Seite 6] heimlich essend, Suid.
Greek Monolingual
-ο (AM λαθροφάγος, -ον)
αυτός που τρώγει κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. ἔ-φαγ-ον, αόρ. β' του ἐσθίω), πρβλ. κρεο-φάγος, χορτο-φάγος.