θεωρητής

From LSJ
Revision as of 10:43, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεωρητής Medium diacritics: θεωρητής Low diacritics: θεωρητής Capitals: ΘΕΩΡΗΤΗΣ
Transliteration A: theōrētḗs Transliteration B: theōrētēs Transliteration C: theoritis Beta Code: qewrhth/s

English (LSJ)

θεωρητοῦ, ὁ,
A spectator, ἐργάται τῶν καλῶν καὶ θ. Phld.Oec.p.63J., cf. Hsch. s.v. θεωρούς.
II overseer, director, Sch.Opp.H.3.257.

German (Pape)

[Seite 1205] ὁ, Erkl. von θεωρός, Hesych.; K. S.

Greek (Liddell-Scott)

θεωρητής: -οῦ, ὁ, ὁ θεατής, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ θεωρητής) θεωρώ
νεοελλ.
1. υπάλληλος που έχει ως έργο να θεωρεί, να ελέγχει και να εγκρίνει δημόσια έγγραφα
2. επιμελητής κειμένων
μσν.-αρχ.
θεατής
αρχ.
επιστάτης.