κλιμακηδόν

From LSJ
Revision as of 13:32, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῑμᾰκηδόν Medium diacritics: κλιμακηδόν Low diacritics: κλιμακηδόν Capitals: ΚΛΙΜΑΚΗΔΟΝ
Transliteration A: klimakēdón Transliteration B: klimakēdon Transliteration C: klimakidon Beta Code: klimakhdo/n

English (LSJ)

Adv., (κλῖμαξ) A like a ladder or stairs, A.D.Adv.197.19: wrongly written κλημακιδόν in Hsch. s.v. προκρόσσας.

German (Pape)

[Seite 1453] stufenweis, auch = nach Art einer Treppe, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑμᾰκηδόν: Ἐπιρρ. (κλῖμαξ) δίκην κλίμακος, Συνέσ. 48C, Βασίλ., κτλ.· παρ’ Ἡσυχ. ἐν λέξ. προκρόσσας.

Greek Monolingual

(AM κλιμακηδόν)
επίρρ. κατά κλιμακωτό τρόπο, βαθμηδόν («ὁδόν παρεσκευάσατο καὶ κλιμακηδὸν ἄνεισιν», Συνέσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, -ακος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν, που δηλώνει τρόπο (πρβλ. βαθμη-ηδόν, σωρ-ηδόν)].