συνομιλητής

From LSJ
Revision as of 19:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνομῑλητής Medium diacritics: συνομιλητής Low diacritics: συνομιλητής Capitals: ΣΥΝΟΜΙΛΗΤΗΣ
Transliteration A: synomilētḗs Transliteration B: synomilētēs Transliteration C: synomilitis Beta Code: sunomilhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, companion, Elias in Porph.15.27: metaph. of books, Ath.Med. ap. Orib.inc.21.20: fem. συνομῑλ-ήτρια, Hsch. s.v. συνεψία.

Greek Monolingual

ο, θηλ. συνομιλήτρια, ΝΑ συνομιλῶ
νεοελλ.
1. αυτός με τον οποίο συνομιλεί κανείς
2. (διπλ.-πολ.) εταίρος σε διμερείς ή πολυμερείς συνομιλίες
αρχ.
σύντροφος, φίλος.