ἐπιτελεστικός
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
English (LSJ)
ή, όν, A capable of effecting one's purpose, Arist.Phgn.813b21, cf. Chrysipp.Stoic.3.123; for fulfilment, ἐ.τῶν εὐχῶν θυσία Hsch. s.v. τεληέσσας: Sup., Sch.Il.8.247. II capable of celebrating, μυστηρίων Ptol. Tetr.72.
German (Pape)
[Seite 990] ή, όν, vollendend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτελεστικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ἐπιτέλεσιν, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 56.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐπιτελεστικός, -ή, -όν) επιτέλεσις
αυτός που είναι κατάλληλος ή συντελεί στην πραγματοποίηση του ποθούμενου
αρχ.
1. ενεργητικός («ὅσοι δὲ τῶν μικρῶν ὑγραῑς σαρξὶ κεχρημένοι εἰσί, καὶ χρώμασι διὰ ψυχρότητα, γίγνονται ἐπιτελεστικοί», Αριστοτ.)
2. ο κατάλληλος για πανηγυρισμό.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτελεστικός:
1) завершающий Arst.;
2) крепкий, сильный Arst.