κύθρα
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
English (LSJ)
κυθρίδιον, κύθρινος, κυθρίς, κυθρόκαυλος, κυθρόπους, κύθρος, Ion. and later Greek for χύτρ- (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
κύθρα: κυθρίδιον, κύθρινος, κυθρόγαυλος, κύθρος, Ἰων. ἀντὶ χύτρ-.
Greek Monolingual
κύθρα, ἡ (AM)
χύτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα, με μετάθεση δασύτητας].
Greek Monotonic
κύθρα: κύθρος, Ιων. αντί χύτρα, χύτρος.
German (Pape)
und ä., ion. = χύτρα.