ἐπισέληνος

From LSJ
Revision as of 09:29, 27 December 2021 by Spiros (talk | contribs)

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισέληνος Medium diacritics: ἐπισέληνος Low diacritics: επισέληνος Capitals: ΕΠΙΣΕΛΗΝΟΣ
Transliteration A: episélēnos Transliteration B: episelēnos Transliteration C: episelinos Beta Code: e)pise/lhnos

English (LSJ)

ον, (σελήνη) A moon-shaped: ἐπισέληνα, τά, moon-shaped cakes, Pl.Com.174.10 (nisi leg. ἐπισέλινα); = πόπανα μηνοειδῆ, Hsch.

German (Pape)

[Seite 976] mondförmig, ἐπισέληνα, mondförmige Kuchen, πόπανα μηνοειδῆ Hesych.; Plat. com. bei Ath. X, 441 f.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισέληνος: -ον, (σελήνη) ἔχων σχῆμα σελήνης· ἐπισέληνα, τά, πλακοῦντες τοιούτου σχήματος, λαγῷα δώδεκ’ ἐπισέληνα Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 10. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπισέληνα· πόπανα μηνοειδῆ».

Greek Monolingual

ἐπισέληνος, -ον (Α) σελήνη
μηνοειδής, αυτός που έχει το σχήμα της σελήνης («λαγῷα δώδεκ’ ἐπισέληνα», Πλάτ. Κωμ.).