προανακινώ
From LSJ
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
Greek Monolingual
-έω, Α
1. διεγείρω προηγουμένως («ἤδη δὲ καὶ προανακινεῖσθαι τοῖς Νομαδικοῑς τοὺς πρὸς Ῥωμαίους ἀγώνας», Πλούτ.)
2. ερευνώ από πριν
3. κάνω εκ τών προτέρων κινήσεις χωρίς προειδοποίηση.