δήθεν

From LSJ
Revision as of 09:00, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater

Source

Greek Monolingual

και δήθε (AM δῆθεν, Α και δῆθε)
(ειρωνικά, ή για να δηλωθεί ότι όσα λέγονται δεν είναι αληθινά) τάχα, τάχατες («ήρθε δήθεν να μας χαιρετίσει», «παιρενέσει δῆθεν τῷ κοινῷ ἐπρεσβεύσατο»)
νεοελλ.
(με το άρθρο) ο δήθεν
αυτός που παριστάνει ή θεωρείται ότι έχει μια ιδιότητα, χωρίς πράγματι να συμβαίνει κάτι τέτοιο («ο δήθεν φίλος»)
αρχ.
1. (ως επιτατ. τ. του δη) πράγματι, αληθινά, δηλαδή («οἱ μὲν θέλοντες ἐκβαλεῖν ἕδρας Κρόνον, ὡς Ζεὺς ἀνάσσοι δῆθεν», Αισχ.)
2. από τότε, έκτοτε («καὶ δῆθεν ἄχρι καἰ νῦν ἔρωτος οὐ πέπαυμαι», Ανακρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < δη + (επιρρ. κατάλ.) -θεν].