τομεῖον

From LSJ
Revision as of 14:40, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τομεῖον Medium diacritics: τομεῖον Low diacritics: τομείον Capitals: ΤΟΜΕΙΟΝ
Transliteration A: tomeîon Transliteration B: tomeion Transliteration C: tomeion Beta Code: tomei=on

English (LSJ)

τό, = sq. 1.3, Hp. ap. Gal.19.146.

German (Pape)

[Seite 1127] τό, = τομεύς 2, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τομεῖον: τό, (τομὴ) = τομεὺς Ι. 3, «τομεῖον, τομεὺς καλεῖται σιδηροῦν ἐργαλεῖον δίχηλον, ᾧ οἱ χαλκεῖς πρὸς ἄλλα τέ τινα καὶ πρὸς τὸ ἀναβάλλειν καὶ μοχλεῦσαι ἥλους χρῶνται» Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. σ. 580.

Greek Monolingual

τὸ, Α τομεύς
λαβίδα, τσιμπίδα («τομεῑον, τομεὺς καλεῑται σιδηροῦνἐργαλεῑον δίχηλον, ᾧ οἱ χαλκεῑς πρὸς ἄλλα τέ τινα καὶ πρὸς τὸ ἀναβάλλειν καὶ μοχλεῦσαι ἥλους χρῶνται», Ιπποκρ.).