τελευταίος

From LSJ
Revision as of 13:00, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399

Greek Monolingual

-α, -ο / τελευταῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ
αυτός που βρίσκεται στο τέλος, ύστατος, έσχατος (α. «η τελευταία του επιθυμία ήταν ένα ταξίδι με τους φίλους του» β. «ὁδὸν τὴν τελευταίαν», Σοφ.)
νεοελλ.
1. ο κατώτερος, ο χειρότερος σε ποιότητα ή σε αξίαείναι ο τελευταίος μαθητής»)
2. (με χρον. σημ.) πρόσφατος («στην τελευταία του επίσκεψη έφερε πολλά δώρα»)
αρχ.
1. μέγιστος, ο άκρος, ο χειρότερος («ἡ τελευταία ὕβρις», Σοφ.)
2. (με επιρρμ. σημ.) τελευταίως («παρελθόντες τελευταῖοι», Θουκ.)
3. (το ουδ. εν. και σπάν. πληθ. με ή χωρίς άρθρ. ως επίρρ.) (τὸ) τελευταῑον και (τὰ) τελευταῑα
τελευταίως, εσχάτως (α. «τελευταῑόν τε προσβλέψαιμι νῡν», Σοφ.
β. «ὅτε τὰ τελευταῑα ἔλεγεν», Πλάτ.)
4. (το ουδ. με αρθρ. ως επίρρ.) επιτέλους.
επίρρ...
τελευταίως και τελευταία Ν
χρον. το τελευταίο διάστημα, πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τελευτή «έσχατο σημείο, τέρμα» + κατάλ. -αῖος (πρβλ. σπουδή: σπουδαῖος)].