θεμελιακός

From LSJ
Revision as of 23:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεμελῐᾰκός Medium diacritics: θεμελιακός Low diacritics: θεμελιακός Capitals: ΘΕΜΕΛΙΑΚΟΣ
Transliteration A: themeliakós Transliteration B: themeliakos Transliteration C: themeliakos Beta Code: qemeliako/s

English (LSJ)

ή, όν, of or for the foundation, Sch.Lyc.615.

Greek (Liddell-Scott)

θεμελιακός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θεμέλιον, Σχόλ. Λυκ. 715.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α θεμελιακός, -ή, -όν) θεμέλιο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στα θεμέλια ή αυτός που αποτελεί θεμέλιο
νεοελλ.
μτφ. βασικός, ριζικός, θεμελιώδης («οι θεμελιακές αρχές του σοσιαλισμού»).
επίρρ...
θεμελιακός και -ά
θεμελιωδώς.