τετράχοος

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "as Subst." to "as substantive")

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰχοος Medium diacritics: τετράχοος Low diacritics: τετράχοος Capitals: ΤΕΤΡΑΧΟΟΣ
Transliteration A: tetráchoos Transliteration B: tetrachoos Transliteration C: tetrachoos Beta Code: tetra/xoos

English (LSJ)

ον, contr. τετράχους, ουν, A holding four χόες, κάδος Hedyl. ap. Ath.11.473a; μέτρον PGrenf.2.24.13 (ii B.C.). II as substantive, ὁ, or τό, an amount of four χόες, Gp.9.10.8.

German (Pape)

[Seite 1100] zsgzgn τετράχους, vier χόες haltend; κάδοι Hedyl. 2 (App. 28); Geop.

Greek (Liddell-Scott)

τετράχοος: -ον, συνῃρ. χους, ουν, ὁ χωρῶν τέσσαρας χόας, κάδος Ἀνθ. π. παράρτ. 28. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ, ποσὸν τεσσάρων χοῶν, Γεωπ. 9. 10, 8.

Greek Monotonic

τετράχοος: -ον, αυτός που έχει χωρητικότητα τέσσερις χόας, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τετράχοος: стяж. τετράχους 2 содержащий четыре χοῦς (κάδοι Anth.).