κεπφαττελεβώδης

From LSJ
Revision as of 01:37, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεπφαττελεβώδης Medium diacritics: κεπφαττελεβώδης Low diacritics: κεπφαττελεβώδης Capitals: ΚΕΠΦΑΤΤΕΛΕΒΩΔΗΣ
Transliteration A: kepphattelebṓdēs Transliteration B: kepphattelebōdēs Transliteration C: kepfattelevodis Beta Code: kepfattelebw/dhs

English (LSJ)

ες, as brainless as a κέπφος or an ἀττέλεβος, cj. Bentl. in Archestr.Fr.23.14.

German (Pape)

[Seite 1419] ες, = κεπφώδης, Archestr. bei Ath. IV, 163 d, nach Bentley's Em.

Greek (Liddell-Scott)

κεπφαττελεβώδης: -ες, = κεπφώδης, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 163D, κατὰ τὸν Bentl. (ἐκ τοῦ κέπφος, ἀττέλεβος).

Greek Monolingual

κεπφαττελεβώδης, -ῶδες (Α)
ο ανόητος σαν τον κέπφο και τον αττέλαβο, τόσο ανόητος και ελαφρός όσο είναι το θαλασσοπούλι κέπφος και η ακρίδα αττέλαβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέπφος + ἀττέλαδος + κατάλ. -ώδης. Το -ε- στο -λε- αφομοιωτικά προς το πρώτο].