βορβορύζω

From LSJ
Revision as of 13:52, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs)

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. βορβοβυρίζω anón. medic. en AfP 3.1906.160
1 gorgotear ἐβορβόρυζε δ' ὥστε κύθρος ἔτνεος gorgoteaba como puchero de puré de lentejas Hippon.118.
2 medic. emitir borborigmos ἡ κοιλίη ... βορβορύζει Hp.Int.6, cf. Gal.19.401, anón medic.l.c.
• Etimología: Forma c. red. impresiva de origen onomat.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: rumble (Hippon, s. LSJSup.)
Derivatives: βορβορυγή ποιός τις ἦχος, ὅν καὶ κορκορυγην καλοῦσιν H., βορβορυγμός id. (Hp.); also βορβόρωσις (Archig. ap. Aët.), as if from βορβορόω (s. βόρβορος). βορβορίζει γογγύζει, μολύνει. Κύπριοι H., βορβορισμός (Cael. Aur.) = βορβορυγμός;
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Onomatopoetic reduplicated formation. Connection with βόρβορος though partly different in meaning; such developments are found sometimes. In βορβορίζει the two meanings come together. No etym.

German (Pape)

[Seite 453] = βομβυλιάζω, Hesych.; βορβορύττειν, Psell.

Greek (Liddell-Scott)

βορβορύζω: παρ’ Ἡσυχ., ἔχω γουργούρισμα ἐν τῇ κοιλίᾳ, ἀνθ’ οὗ ὁ Ἀριστ. (Προβλ. 27. 11) μεταχειρίζεται βομβυλιάζω· ―οὐσιαστ. βορβορυγμός, ὁ, γουργούρισμα ἐν τῇ κοιλίᾳ, Ἱππ. Προγν. 40 ἢ βορβορυγή, Ἡσύχ. Πρβλ. κορκορυγέω, κορκορυγή.

Greek Monolingual

βορβορύζω (Α)
έχω γουργούρισμα στην κοιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μη ινδοευρ. προελεύσεως ονοματοποιημένη λ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (βλ. και λ. βόρβορος)].