δύσπιστος

From LSJ
Revision as of 11:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσπιστος Medium diacritics: δύσπιστος Low diacritics: δύσπιστος Capitals: ΔΥΣΠΙΣΤΟΣ
Transliteration A: dýspistos Transliteration B: dyspistos Transliteration C: dyspistos Beta Code: du/spistos

English (LSJ)

ον, A hard of belief, distrustful: Adv. -τως, ἔχειν πρός τι to be incredulous about a thing, Pl.Erx.405b. II Pass., hard to be believed, Vett.Val.108.13, Palaeph.30: Comp., D.Chr.32.64. III superstitious, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
I 1falto de confianza, tímido, apocado de un enamorado, Hedyle SHell.456.
2 poco fiable, engañoso ἅπαν μερόπων γένος Orac.Sib.4.40.
3 difícil de seducir, desconfiado, receloso las fieras ante los cantos de Orfeo, D.Chr.32.64.
4 difícil de creer τὰ ἐπαγγέλματα Ath.Al.M.28.909B, cf. 612C, πολλὰ καὶ μεγάλα καὶ δύσπιστα ὄντα, ὀκνῶ καὶ λέγειν καὶ γράφειν Pall.H.Laus.17.1, ὅπερ ἐστὶ δύσπιστον Palaeph.30.
II adv. -ως con incredulidad, con desconfianza δ. ἔχειν mostrarse incrédulo Plu.Cim.13, πρὸς ταῦτα Eus.DE 8.2.

German (Pape)

[Seite 687] 1) schwer glaubend, mißtrauisch; Hesych.; δυσπίστως ἔχειν πρός τι Plat. Eryx. 405 b; Sp. – 2) schwer zu glauben, unglaublich, Sp

Greek (Liddell-Scott)

δύσπιστος: -ον, ὁ δυσκόλως πιστεύων, πλήρης δυσπιστίας.- Ἐπίρρ. δυσπίστως ἔχειν πρός τι, δυσπιστῶ περὶ τινος, Πλάτ. Ἐρυξ. 405Β. ΙΙ.δυσκόλως πιστευόμενος, Παλαίφ. 31. 2.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δύσπιστος, -ον)
αυτός που δύσκολα πιστεύει κάτι
αρχ.-μσν.
αυτός που δύσκολα γίνεται πιστευτός.