αὐτώρης
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
ες, (ὄρνυμαι) acting spontaneously, of an oracle giving a response unquestioned, Call.Fr.264.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτώρης: -ες, (ὥρα), αὐτὸς φροντίζων, αὐτοκέλευστος, ἀφ’ ἑαυτοῦ ποιῶν τι ἢ λέγων, αὐτώρης ὅτε τοῖσιν ἐπέφραδε Καλλ. Ἀποσπ. (264) παρὰ τῷ Σχολ. ἐν Πινδ. Π. 4. 107.
Spanish (DGE)
-ες
que actúa espontáneamente del trípode y la Pitia en el oráculo de Delfos que responde sin ser preguntado, Call.Fr.671.
Greek Monolingual
αὐτώρης, -ες (Α)
αυτός που ενεργεί από δική του παρόρμηση, αυθαίρετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο)- + -ώρης < όρνυμαι «ορμώ» (πρβλ. νεώρης)].