δείσα

From LSJ
Revision as of 08:50, 27 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up

Source

Greek Monolingual

δεῖσα, η (Α)
μούχλα, ακαθαρσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λέξη αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. δείσα προέρχεται πιθ. από τ. gweidh-ia ή gweidh-sa με αναγωγή σε ρίζα gweid (h)- «λάσπη, ρύπος» (πρβλ. αρχ. σλαβ. židŭkŭ «πολύ ζουμερός», ρωσ. židkij «υγρός», αρχ. νορβ. kveisa «όγκος») Κατ' άλλους, πρόκειται για δημώδη λ. που προέρχεται από τον αόρ. έδεισα που εμπεριέχει τη σημασία «φρίκη, κάτι που προκαλεί τρόμο» (πρβλ. κνίσα, άση)].