επιχαιρεσίκακος

From LSJ
Revision as of 13:20, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81

Greek Monolingual

ἐπιχαιρεσίκακος, -ον (Α)
βλ. επιχαιρέκακος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιχαίρω + κακός. Σύνθ. του τ. τερψίμβροτος. Η μετατροπή του η του αοριστ. θ. χαιρησ- του ρ. χαίρω (πρβλ. μέλλ. χαιρήσω, αόρ. εχαίρησα) σε ε οφείλεται μάλλον σε αναλογία προς το χαιρέκακος].