ετοιμόγεννος
From LSJ
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
Greek Monolingual
και τοιμόγεννος, -η, -ο (Μ ἑτοιμόγεννος, -η, -ον)
(για γυναίκες και θηλ. ζώα) η έτοιμη να γεννήσει, η επίτοκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -γεννος (< γέννα), πρβλ. καλόγεννος].