ευδία

From LSJ
Revision as of 14:28, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source

Greek Monolingual

και βδία και βιδιά, η (Α εὐδία, ιων. τ. εὐδίη) αίθριος και γλυκός καιρός, καλοκαιρία («ἐκ χειμῶνος εὐδία», Πίνδ.)
αρχ.
1. ηρεμία, ησυχία, γαλήνη («ἐν εὐδίᾳ γὰρ ὁρῶ ὑμᾱς», Αισχύλ.)
2. φρ. «σαρκὸς εὐδία» — καλή κατάσταση του σώματος («εἰς ἔμ᾿ εὐδίαν ἔχων» — αισθάνομαι άνετα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ-διF-. Πρόκειται δηλ. για λέξη σύνθετη από το ευ και την ασθενή βαθμίδα μιας αρχαίας λέξεως με σημ. «ημέρα» — πρβλ. Ζευς, γεν. ΔιFός και επίθ. δῖος (< διFιος). Ομοιότητα στον σχηματισμό παρουσιάζει το αρχ. ινδ. sudiv-, su-div-a-m «ωραία μέρα»].