ζακαλλής
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
English (LSJ)
ές, (κάλλος) A very beautiful, Hsch. ζακελτίδες, v. ζεκ-.
German (Pape)
[Seite 1136] Hesych. = περικαλλής.
Greek (Liddell-Scott)
ζᾰκαλλής: -ές, (κάλλος) περικαλλής, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ζακαλλής, -ές (Α)
πολύ ωραίος, ωραιότατος, περικαλλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + -καλλής < κάλλος (πρβλ. ακαλλής, περικαλλής)].