ημιβραχής
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
Greek Monolingual
ἡμιβραχής και ἡμιβρεχής –ὲς (Α)
1. μισοβρεγμένος, μισομουσκεμένος («ἡμιβραχὴς γῆ», θεόφρ.)
2. διάβροχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -βραχής (< βρέχω), πρβλ. θαλασσοβραχής, μυροβραχής].