ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
-ές
1. αυτός που πεθαίνει αμέσως μόλις γεννηθεί ή που γεννιέται σχεδόν νεκρός
2. θνησιγέννητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θνήσις + -γενής < γένος (πρβλ. θεαγενής, λιμναγενής, μεταγενής κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κων νο Ασώπιο].