τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
ἰσόκληρος, -ον (Α)
ίσος κατά τον κλήρο, κατά την περιουσία, ισοκληρονόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -κλήρος (< κλῆρος), πρβλ. ολιγόκληρος, ολόκληρος].